Ρώτησα την αλήθεια...

 Ρώτησα την αλήθεια

 

Ρώτησα τον άνεμο που πνέει απαλά,

τα μάγουλα χαϊδεύει και γνέφει στα κλεφτά,

πώς μπορεί κοντά μου να σε φέρει;

μα φύσηξε ασθμαίνοντας, προς άλλη γειτονιά...

Ρώτησα τον ήλιο που ρίχνει στα μαλλιά,

τις χρυσαφιές ακτίνες του και λάμπει η ματιά,

πού βρίσκεται το φως μου, να πάω να το βρω;

μα έστρεψε το βλέμμα του αλλού και πλάκωσε σκοτάδι...

Ρώτησα τα σύννεφα, λιγάκι πριν να βρέξει

και τη δροσιά να στείλουνε, στους έρημους τους κάμπους,

πού κρύβεται η δροσούλα μου να τρέξω να αγκαλιάσω;

μα στέγνωσαν τα χείλη τους και στράφηκαν μακριά μου

γιατί... Θεέ; γιατί ρίχνεις κι άλλο φαρμάκι στο κρασί;

Ρώτησα τ’ αστέρια τ’ ουρανού, που αιώνες φεγγοβολούνε

το διάβα μας δείχνουν φωτεινό, στο χώμα που πατούμε,

που να’ ναι άραγε ο δικός μου ήλιος,

που χρόνια τώρα με κεντά, με τις χρυσοκλωστές του;

μα όλα μαζί μ’ απάντησαν, δεν είμαστε ο ουρανός σου

ψάξε αλλού να τονε βρεις, πολύ πιο μακριά σου...

Ρώτησα την καρδούλα μου, η καρδούλα μου που να ‘ναι;

για ποιον θα ακούγονται οι παλμοί, που μέρα νύχτα στέλνεις,

αφού δεν είναι τώρα εκεί, γλυκά να σε αγκαλιάζει;

μα... με ραγισμένη τη φωνή, σα χαλασμένο μπάσο,

στα σωθικά μου είπε δειλά: δεν το αντέχω άλλο...

Δεν αντέχω να χτυπώ, να στέλνω τους παλμούς μου,

μου λείπει καθημερινά... δεν το καταλαβαίνεις;

κάνε κάτι σύντομα να ‘ρθεί, να βρω ζωή απ’ την αρχή,

τα φυλλοκάρδια μην υφαίνεις...

Ρώτησα την Άνοιξη, και τα πουλιά στα δέντρα

που κελαηδούν χαρμόσυνα, μες στα πυκνά τα φύλλα,

πού βρίσκεται το αηδόνι μου, γλυκά να αποδημήσω;

μα μου είπανε με μια φωνή, πέταξε πλέον μακριά,

ίσως για άλλες χώρες, σε μέρη ξωτικά και μαγικά,

το πήραν κάτι μπόρες...

 

Ρώτησα το ψέμα που βρίσκεται παντού,

μες στις κορνίζες, στην tv, σε κάθε γειτονίτσα,

κάτω από  δέντρα, πάνω στα σύννεφα, στην άκρη του γιαλού,

σε ότι κι εάν κάνεις, σε ότι κι εάν πεις,

μες στις σταγόνες της βροχής,

πού πήγε η αγάπη μου, να πάω να τη φιλήσω;

Μα μ’ είπε με στεντόρεια φωνή, τι ψάχνεις απ’ εμένα;

Αληθινή αγάπη και στοργή... δεν πρόκειται να δώσω,

μα σα γατόπαρδος γοργά, διεκδίκησε το φως σου,

κυνήγα την απάντηση, ρωτώντας την αλήθεια,

μονάχα αυτή δε θα αρνηθεί, τον πόθο σου να σβήσεις,

είναι η πηγή που ξεδιψά, εκείνη να ρωτήσεις...

 

Έτρεξα διψώντας πιο πολύ, την αλήθεια για να ψάξω,

που σπάνια τελευταία συναντώ... κρυφτούλι όλο παίζει,

ντυμένη υποκρισία άλλοτε, στα σκοτεινά μπαούλα,

κι άλλοτε ντυμένη έρωτας, τις δροσερές τις νύχτες,

κάτω απ’ το μισοφέγγαρο, στων αστεριών την άκρη,

με πόνο να ρωτήσω, πού κρύβεται επιτέλους η αγάπη;

Να βρω, να ξαναζήσω, εκείνες τις μονάκριβες στιγμές

που κάποτε περνούσα...

μα άκουσα ο έρμος λόγια βαριά, δυσνόητες οι λέξεις,

σκέψεις ξεχύθηκαν πολλές, μα γρήγορα κλειδώθηκαν,

μες του μυαλού τη ζάλη, ξανά να επεξεργαστούν,

μόλις συνέλθω πάλι:

Την αγάπη δεν πρέπει να τη βρεις, μα κι ούτε να την ψάχνεις,

μου είπε με ύφος σοβαρό, με λέξεις γεμάτες στόμφο,

διότι μονάχα πόνο στην καρδιά, ακούσια θα σου φέρει...

Άλλα σού τάζει στην αρχή, μα άλλα στο τέλος στέλνει,

κι εκεί που είν’ όλα ρόδινα, έρχεται η θύελλα της,

με μιας σμπαράλια γίνεσαι, σου έρχονται όλα τούμπα,

γκρεμίζονται τα όνειρα, γεμίζουνε με πόνο

άνθρακας γίνεται ο έρωτας και ξενιτειά το κλάμα...

Κι εάν θέλεις άλλην μιαν αλήθεια άκουσε και τούτο:

Γίνεται άθελά της, γλυκόξινη πατρίδα,

μακριά απ’ τα παιδιά της, γεμάτη αχόρταγες αναμνήσεις,

που ολοένα και πληθαίνουν, με δάκρυα και με καημούς,

στα μύχια σου σα μπαίνουν...

Γι’ αυτό σου λέω ζωηρά, τη θλίψη σου πια σβήσε,

ζήσε τη ζεστασιά του έρωτα, όσ’ είσαι ακόμη νέα,

κι αγάπη μη γυρέψεις πουθενά, είναι ανεκτίμητο αυτό το δώρο,

ωσάν διαμαντένιο κόσμημα, κανείς δεν τ’ αγοράζει,

γιατί έχει άπιαστη τιμή που χρήμα δεν τη φτάνει...

Κι εάν δεν σου φτάνουν όλα αυτά, κι ελπίδα έχεις ακόμη,

πως κάποτε θα βρεις, αυτό που σου ταιριάζει,

άκου λοιπόν και τούτο, και λάβε το όπως θέλεις,

σα μια γυμνή αλήθεια ή σα μεγάλο ψέμα:

Εάν είναι να έρθει μοναχή, σε κάποιο σταυροδρόμι,

έτσι απλά... σα μια γλυκόπικρη συνήθεια,

ως μια μικρή αλλαγή, στους χτύπους της καρδιάς σου,

ως πέρασμα απ’ τη ζωή, στο άγγιγμα της ματιάς σου, 

κράτησέ τηνε σφιχτά, στην αγκαλιά σου κλείδωσέ την

στα βάθη της καρδιάς, να μην μπορεί να φύγει...

Μα μην της χαρίσεις και φτερά, στα ουράνια να πετάξει,

διότι θα τηνε χάσεις πάλι, μιας κι είν’ από μετάξι,

κυριαρχεί στη φύση της, να ψάχνει αγκάλη άλλη,

παρ’ όσα έκανες γι’ αυτήν, κι ήσουνα πάντα εντάξει...

Μη γίνεις όμως σκλάβος της, ασφυκτιά η θηλειά της,

να πνίγεσαι ολημερίς, να χάνεις τη μιλιά σου,

κι η αγάπη ζήλεια γίνει παγερή, να σφάζει την καρδιά σου,

μη νιώσεις άγκιστρο τριπλό, που γαντζώνει η λευτεριά σου,

κι εκεί που αγάπη ένιωθες, χαθεί η λεβεντιά σου,

σου πάρει ό,τι πιο όμορφο, σου πρόσφερε η ζωή σου,

τη λευτεριά στο διάβα σου, την ανάσα απ’ την ψυχή σου...

Τελειώνοντας και κάτι ακόμα, που μέλλει να προσέξεις...

μη θελήσεις να δεθείς, μαζί της να γίνεις ένα,

γιατί είν’ ο πόνος σου βαρύς, το ταίρι σου σα χάνεις,

μολύβι μαύρο με πυκνό καπνό, σαν τα παλιά τα τρένα,

που λέγαν καρβουνιάρικα, συνήθως χωρίς φρένα...

Γεμίζει τα στήθια με καημό, κι ενδελεχώς σε καίει,

αφήνει πάντα χαρακιές, στις περισσότερες καρδιές

κι αυτό είναι μια άλλη... μικρή ή μεγάλη άμοιρη αλήθεια...

ή ένα αναγκαίο ψέμα.

 

Δημήτρης Ράντογλου

Φιλώτας 20/11/2024     22:55

για την αόρατη φίλη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου