Ήρθες και έφερες το φως, έσβησες τα σκοτάδια, έφερες την άνοιξη, τα χρώματα και άνοιξες πηγάδια, πηγάδια με γάργαρο νερό, με την αστείρευτη δροσιά σου,
Ήρθες και έφερες το φως, έσβησες τα σκοτάδια, έφερες την άνοιξη, τα χρώματα και άνοιξες πηγάδια, πηγάδια με γάργαρο νερό, με την αστείρευτη δροσιά σου,
Ρώτησα την αλήθεια
Ρώτησα τον άνεμο που πνέει απαλά,
τα μάγουλα χαϊδεύει και γνέφει στα κλεφτά,
πώς μπορεί κοντά μου να σε φέρει;
μα φύσηξε ασθμαίνοντας, προς άλλη γειτονιά...
Ρώτησα τον ήλιο που ρίχνει στα μαλλιά,
τις χρυσαφιές ακτίνες του και λάμπει η ματιά,
Κάπου σε κάποιο όνειρο...
Άνοιξα το παράθυρο
ο ήλιος για να έμπει
την άνοιξη να υποδεχτώ
μια μέρα σαν και τούτη
μα δεν ήσουνα εκεί...
Σε έψαξα στου περβαζιού την άκρη
μα το μόνο που κατάφερα
καυτό να τρέξει δάκρυ
Να μπορείς...
Να μπορείς να αγαπάς όσο η θάλασσα συνεχίζει να είναι γαλάζια
Να μπορείς να συναντάς την ευτυχία σε απλά πράγματα
Να μπορείς να τερματίζεις τον αγώνα σου, καταλαμβάνοντας έστω και την τελευταία θέση.
Να μπορείς να χαίρεσαι την κάθε στιγμή. Είναι ο χρόνος που δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πίσω, παρά μόνο στις ανεξίτηλες αναμνήσεις σου.
Να μπορείς να πεις “Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω” εκεί που πρέπει, κι ας μοιάζει με απειλή
Να έρχεσαι...
Να έρχεσαι τις ώρες που λυγάς
σαν το κλαδί του δέντρου
Να έρχεσαι στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
όταν οι ώρες είν’ πολλές που κουβαλάς στην πλάτη
Να έρχεσαι όταν τα μάτια σου είν’ κλειστά
στου παραμυθιού την άκρη
Όταν η Άνοιξη ζητά, τη μυρωδιά, το δάκρυ
Σαν ανοίγουν οι ουρανοί κι ο ουρανός θυμώνει